Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΤΖΙΑΝΛΟΥΚΑ ΒΙΑΛΙ

Για πολύ καιρό φορούσα πάντα ένα πουλόβερ κάτω από το πουκάμισο, προκειμένου να δείχνω ότι είμαι στα κιλά μου. Η συμπεριφορά μου, ούτως ή άλλως, δεν είχε αλλάξει, οπότε ήθελα να βλέπουν τον Βιάλι που ήξεραν», αποκάλυψε σε συνέντευξη του στην Corriere della Sera ο Τζανλούκα, σοκάροντας τους πάντες. Αυτό, άλλωστε, δεν ήταν κάτι δύσκολο για αυτόν, αφού πάντα κατάφερνε να προκαλεί σοκ. Είτε σε θέματα εμφάνισης, με το να εμφανιστεί ξαφνικά με ξυρισμένο κεφάλι, είτε σε θέματα προσωπικότητας, με το να αφήσει τη Σαμπντόρια για τη μεγαλύτερη πρόκληση. Είτε σε θέματα επιμονής και χαρακτήρα, παίρνοντας "εκδίκηση" για τις πίκρες του, είτε σε θέματα υπερηφάνειας, θέτοντας εαυτόν εκτός εθνικής ομάδας. Και πάνω από όλα, ο Τζανλούκα Βιάλι σόκαρε τους δικούς του, με την απόφαση του να γίνει ποδοσφαιριστής...

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ήξερε από μικρός πως μπορούσε να έχει ό,τι ήθελε και ότι θα υπήρχε η (οικονομική) δυνατότητα για να δοκιμάσει να πετύχει σε αυτό που επιθυμούσε. Και αυτό που επιθυμούσε, κόντρα στις προβλέψεις της οικογένειας του, ήταν να παίξει ποδόσφαιρο. «Σχολείο, μετά κατηχητικό, να γίνω καλός Χριστιανός κλπ. Ολα καλά, αλλά το Ιταλία-Γερμανία στο Μουντιάλ του 1970 έκανε όλη τη χώρα να ερωτευτεί το ποδόσφαιρο», είπε χρόνια αργότερα, περιγράφοντας τα καλύτερα ματς της ζωής του, τα οποία ήταν αυτά με ένα από τα αδέρφια του στο οικογενειακό... κάστρο στην Κρεμόνα. Την πόλη από όπου θα ξεκινούσε και την καριέρα του, έχοντας ένα μεγάλο πλεονέκτημα και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Το πρώτο, είχε να κάνει με το ταλέντο του. Το δεύτερο, με την καταγωγή του. Ο Βιάλι ήταν "αυτός που δεν έχει ανάγκη", γεγονός που θα μπορούσε να τον βάλει από νωρίς στο μάτι των συμπαικτών του. Και γι' αυτό το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα τελικά.

«Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με κανέναν, ίσως επειδή έβλεπαν ότι αυτός που δεν είχε ανάγκη, ήταν και αυτός που δούλευε σαν τρελός καθημερινά. Δεν έπαιζα ποδόσφαιρο για τα λεφτά, έπαιζα επειδή μου άρεσε. Και αφού μου άρεσε, ήθελα να το κάνω καλά», είχε πει το 2016 στην Corriere dello Sport, σε μια συνέντευξη στην οποία αναφέρθηκε σε όλη την καριέρα του. Μια καριέρα που άρχισε στην Κρεμονέζε και συνεχίστηκε στη Σαμπντόρια, για να "επιβραβευθεί" στη Γιουβέντους και να κλείσει στην Τσέλσι, σε μια πορεία στην οποία ο Βιάλι έπρεπε πάντα να δίνει αποδείξεις. Και να τις περνάει. Αποδείξεις που έδινε πρώτα στον εαυτό του, αφού αυτός ήταν που τον αμφισβητούσε και πρώτος, του έβαζε δύσκολα.
Στα 14 του, όπως έχει πει, φρόντισε να χάσει επίτηδες το τρένο για να μην ανταποκριθεί στην κλήση που είχε δεχθεί για να συμμετάσχει σε ένα τουρνουά με τους καλύτερους των σχολείων της Κρεμόνα, επειδή δεν ένιωθε άνετα να φεύγει από το σπίτι συχνά. Στη Σαμπντόρια ένιωσε κάποια στιγμή ότι ήθελε να τα παρατήσει όλα. Στη Γιουβέντους ήταν έτοιμος να ζητήσει την επιστροφή του στους Γενοβέζους το 1994, δύο χρόνια μετά τη μεταγραφή του. Ολα αυτά τα ξεπέρασε όταν άκουσε από άλλους, αυτά που ο ίδιος έλεγε στον εαυτό του αλλά μάλλον όχι όσο δυνατά έπρεπε. Στις κλήσεις για τις ομάδες των σχολείων ανταποκρινόταν πάντα από ένα σημείο κι έπειτα επειδή ο πατέρας του, «Γιουβεντίνος αλλά όχι τρελαμένος» κατά τον Τζανλούκα, του είπε ότι έχει όντως ταλέντο στην μπάλα. Στη Σαμπντόρια είχε την τύχη να συναντήσει τον Βουγιαντίν Μποσκόφ που ήξερε πάντα πώς να τον ηρεμεί και στη Γιούβε βρήκε αμέσως σημείο επαφής με τον Μαρτσέλο Λίπι και κίνητρο για να "απαντήσει".

Ισως το γεγονός ότι απαντούσε ή "απαντούσε" πάντα αυτός, να ήταν και ο λόγος που το ίδιο ζητούσε κι από τους άλλους, αλλά αυτό δεν έβγαινε πάντα σε καλό. Η εθνική Ιταλίας είναι αυτό που πονάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον Βιάλι, αφού δεν κατάφερε ποτέ να δώσει ή να πάρει αυτά που μπορούσε και άξιζε. Στο Μουντιάλ 1990 έμεινε στον πάγκο επειδή ο Τότο Σκιλάτσι είχε όλα τα άστρα μαζί του και ήταν λογικό να ποντάρει η ομάδα στη ρέντα του, ενώ σε αυτό του 1994 δεν πήγε καν... «Προφανώς ο Αρίγκο Σάκι έχει τα αποτελέσματα με το μέρος του, αλλά εντάξει, είναι γνωστό ότι είχαμε τις κόντρες και τις διαφωνίες μας. Στην αρχή με αγαπούσε, αλλά μετά κατάλαβε ότι εγώ ήμουν ένας που έκανε ερωτήσεις, ήμουν ένας που ήθελε να καταλάβει, ήθελα να με πείθει, όχι να μου δίνει εντολή. Νομίζω ότι στον Σάκι δεν άρεσαν οι ερωτήσεις, ίσως ήμασταν δύο κόκορες στο ίδιο κοτέτσι...», ήταν το σχόλιο του χρόνια αργότερα, θέλοντας να κλείσει -ακόμη και σε επίπεδο συζητήσεων για το τι πήγε στραβά τότε- το κεφάλαιο Σκουάντρα Ατζούρα. Το μόνο που δεν είχε και happy end.

«Με την Κρεμονέζε ανεβήκαμε στη Serie A ενώ δεν το περίμενε κανείς, με την Σαμπντόρια τρελάναμε τους πάντες κατακτώντας το scudetto. Με τη Γιουβέντους ανεβήκαμε στην κορυφή της Ευρώπης με το Champions League, ενώ στην Τσέλσι πανηγύρισα το κύπελλο Κυπελλούχων ως προπονητής», είναι ο απολογισμός του αναφερόμενος μόνο σε γεγονότα, τα οποία ήταν και αυτά με τα οποία "μιλούσε" πάντα ο Luca. Ο Ιταλός επιθετικός που έβαζε γκολ με το αριστερό, με το δεξί, με εκτέλεση ψηλά ή χαμηλά, με κεφαλιά, με φάουλ καμιά φορά και με ψαλιδάκι... κάμποσες! Ο Ιταλός επιθετικός που κατέκτησε όλους τους διεθνείς τίτλους (Champions League, Κυπελλούχων, UEFA), αφού πρώτα είχε κατακτήσει τις καρδιές όλων. Η πρόταση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 1991 ήταν εξωφρενική, αλλά την αρνήθηκε επειδή οι Μπλουτσερκιάτι ήταν πλέον δυνατοί αλλά κι επειδή στη Γένοβα ήταν ευτυχισμένος. «Δεν την αλλάζω ούτε για όλα τα λεφτά του κόσμου», είχε πει στη σεζόν 1991-92, στο τέλος της οποίας... την άλλαξε. «Ναι, αλλά ήταν ο Avvocato...», εξήγησε κάποτε.
Πάνω κι από αυτό, όμως, ήταν η ανάγκη του Βιάλι για μια νέα πρόκληση, για μια επιβεβαίωση, για μια rivincita για εκείνη τη βραδιά στο Wembley: «Το τελευταίο μου ματς με την Σαμπντόρια ήταν ο τελικός απέναντι στη Μπαρτσελόνα. Εφυγα με τέτοια ήττα από τη Σαμπ. Ο τελικός του 1996 με τον Αγιαξ, ήξερα ότι ήταν το τελευταίο μου παιχνίδι με τη Γιουβέντους. Και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω κι από εκεί με τέτοια ήττα». Και όντως δεν έφυγε με τέτοια ήττα, αλλά με μια νίκη που η Κυρία, προς (μερική έστω) ικανοποίηση του ίδιου, ψάχνει ακόμη. «Για να είμαι ειλικρινής, για κάποια χρόνια μου άρεσε η σκέψη ότι είμαι ο τελευταίος αρχηγός της Γιούβε που σήκωσε αυτή την κούπα. Ακόμη όταν βλέπω στην τηλεόραση σκηνές από εκείνη τη βραδιά, ανατριχιάζω. Αλλά τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια ή τόση πίκρα στους τελικούς που ακολούθησαν, εύχομαι να δούμε σύντομα τον επόμενο αρχηγό με αυτή την κούπα», ήταν η παραδοχή του.
Η οποία, φυσικά, καμία σχέση δεν έχει με αυτή που έκανε πρόσφατα για την υγεία του, ξεσηκώνοντας ένα κύμα συμπαράστασης που εξέπληξε ακόμη και τον ίδιο. Τα συνθήματα ή τα πανό στα πέταλα των Γιουβέντους και Σαμπντόρια, το μήνυμα της Ιντερ στο twitter, οι δηλώσεις δεκάδων πρώην συμπαικτών, προπονητών ή παραγόντων, τα άρθρα των δημοσιογράφων που τον ήξεραν προσωπικά ή τον "γνώρισαν" μέσα από τις αναμνήσεις που άφησε σε όσους τον πρόλαβαν στα γήπεδα.
«Για να είμαι ειλικρινής, αν και είμαι καλύτερα πλέον, δεν έχω καμία βεβαιότητα για το πώς θα τελειώσει αυτό το ματς. Και δεν περίμενα όλη αυτή την συμπαράσταση. Με θυμούνται ακόμη...», είπε πριν λίγα 24ωρα. Λες και θα μπορούσε να ξεχάσει κανείς τον παικταρά και νικητή Τζανλούκα Βιάλι... Forza!

Δεν υπάρχουν σχόλια: